- χαλινωτήρας
- ο, Νη στομίδα, το ενστόμισμα τού χαλινού, η χαβιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινώνω + κατάλ. -τήρας*. Η λ., στον λόγιο τ. χαλινωτήρ, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλινωτήρας — ο όργανο με το οποίο χαλινώνεται το άλογο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)